- πορισμός
- ο1) приобретение, добывание (средств); 2) извлечение (выводов); подбор, нахождение (аргументов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορισμός — providing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… … Dictionary of Greek
πορισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πορίζω ή πορίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορισμοῖς — πορισμός providing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμοί — πορισμός providing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμοῦ — πορισμός providing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμούς — πορισμός providing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμῶν — πορισμός providing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμῷ — πορισμός providing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμόν — πορισμός providing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπορισμός — ο απόκτηση των απολύτως αναγκαίων για τη ζωή με προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πορισμός < πορίζω «παρέχω». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Εμμ. Κρητικίδη] … Dictionary of Greek